- τζόγια
- η, ΝΜστεφάνι από πλεγμένα άνθη, από όπου κρεμούσαν γύρω - γύρω χρυσά νομίσματα, και τό προσέφεραν ως γαμήλιο δώρο στη νύφη κατά τους βυζαντινούς χρόνους και, κατά την εποχή μας, στην Κρήτηνεοελλ.1. χάρμα οφθαλμών («σωστή τζόγια είσαι με αυτό το φόρεμα»)2. φρ. «τζόγια μου, τζογούλα μου» — χρυσή [ή χρυσέ] μου, ομορφιά μου, καμάρι μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gioia, βεν. zogia «χαρά»].
Dictionary of Greek. 2013.